H διατροφή και η γονιμότητα πλέον αποτελούν έννοιες που θα μπορούσαμε να πούμε πως αλληλοεπιδρούν. Η υπογονιμότητα προκύπτει από μια πληθώρα παραγόντων και εκτιμάται ότι παγκοσμίως το 15% όλων των ζευγαριών πλήττεται από υπογονιμότητα. Πολλά στοιχεία υποδεικνύουν ότι η διατροφή και οι διατροφικές επιλογές μιας γυναίκας παίζουν σημαντικό ρόλο στην αλλαγή των αποτελεσμάτων που σχετίζονται με τη γονιμότητα στις γυναίκες.
Τα ερευνητικά στοιχεία δείχνουν σαφώς ότι οι υγιεινές διατροφικές επιλογές πριν από τη σύλληψη έχουν ευεργετικά αποτελέσματα στη γονιμότητα. Ένα διατροφικό πρότυπο που είναι σύμφωνο με τις συστάσεις κορυφαίων επιστημονικών οργανισμών έχει δείξει βελτιωμένη γονιμότητα στις γυναίκες. Ουσιαστικά, αυτό περιλαμβάνει την κατανάλωση επαρκών ποσοτήτων ολικής αλέσεως δημητριακών, μονοακόρεστων ή πολυακόρεστων ελαίων, λαχανικών, φρούτων και ψαριών.
Σε μια μελέτη γυναικών από την Ισπανία, εκείνες με τη μεγαλύτερη προσήλωση σε μια μεσογειακή διατροφή, η οποία συνήθως περιλαμβάνει επίσης υψηλή κατανάλωση λαχανικών, ψαριών και πολυακόρεστων λιπαρών, παρουσίασαν σημαντικά χαμηλότερη ανάγκη ιατρικής βοήθειας ως προς οποιαδήποτε δυσκολία στην εγκυμοσύνη σε σύγκριση με τις γυναίκες που δεν ακολουθούσαν πλήρως αυτού του τύπου τη διατροφή. Παρόμοια οφέλη, στην προσπάθεια επίτευξης μιας εγκυμοσύνης ακολουθώντας αυτή τη διατροφή, βρέθηκαν σε νέες Ελληνίδες γυναίκες. Όχι μόνο η σύσταση μιας διατροφής φαίνεται σημαντική για την υπογονιμότητα, αλλά και η θερμιδική πρόσληψη (δηλαδή, η συνολική ποσότητα ενέργειας που καταναλώνεται από τα τρόφιμα). Είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι η ανεπαρκής κατανάλωση θερμίδων μπορεί να οδηγήσει σε ανωοθυλακιορρηξίας (μη λειτουργική ωορρηξία) , ολιγομηνόρροια και τελικά αμηνόρροια.
Τα χαμηλά επίπεδα φολικού οξέος, εκτός από τα προβλήματα στο νευρικό σωλήνα των μωρών, συνδέονται με χαμηλότερη συχνότητα ωορρηξίας και περιστασιακές περιπτώσεις ανωοθυλακιορρηξίας (μη λειτουργική ωορρηξία). Επιπλέον, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι υψηλότερα επίπεδα συμπληρώματος φολικού οξέος πριν από την εγκυμοσύνη συνδέονται με χαμηλότερο κίνδυνο αποβολής. Ενδιαφέρον είναι ότι κάποια αρχικά ευρήματα προτείνουν ότι το κόκκινο κρέας μπορεί να έχει αρνητική επίδραση στη γονιμότητα. Πιθανώς, η πρόσληψη σιδήρου μπορεί να μειωθεί αν περιοριστεί η κατανάλωση κόκκινου κρέατος, οπότε σε αυτή τη περίπτωση θα πρεπει να ερευνηθεί εάν χρειάζεται η λήψη κάποιου συμπληρωματος.
Επίσης, τα πολυακόρεστα λιπαρά μπορούν να προσφέρουν αναπαραγωγικά οφέλη στις γυναίκες. Δηλαδή, οι γυναίκες που κατανάλωναν υψηλότερα επίπεδα ωμέγα-6 λιπαρών οξέων και ωμέγα-3 λιπαρά οξέα έχουν υψηλότερη συχνότητα εγκυμοσύνης από τις γυναίκες με χαμηλότερη κατανάλωση αυτών των θρεπτικών συστατικών.
Η κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων, αλκοόλ και καφεΐνης έχει σημειωθεί ως παράγοντας που επηρεάζει τη γονιμότητα μιας γυναίκας. Ωστόσο, η έρευνα σχετικά με τον κίνδυνο ανάπτυξης υπογονιμότητας από αυτές τις ουσίες έχει υπάρξει ασαφής. Μια εκτεταμένη μελέτη γυναικών που προσπαθούσαν να μείνουν έγκυες ανέφερε ότι η κατανάλωση τριών ή περισσότερων μερίδων αναψυκτικών με ζάχαρη ημερησίως είχε ως αποτέλεσμα χαμηλότερο ποσοστό εγκυμοσύνης σε σύγκριση με τις γυναίκες που δεν κατανάλωναν αναψυκτικά.
Σαφώς οι απαιτήσεις σε θρεπτικά συστατικά διαφέρουν από γυναίκα σε γυναίκα, και για αυτό το λόγο ο γενετικός έλεγχος των βιταμινών και θρεπτικών στοιχείων κρίνεται απαραίτητος σε περιπτώσεις υπογονιμότητας. Εντοπίζοντας τις μοναδικές ανάγκες του οργανισμού μπορούμε να τις ενισχύσουμε διατροφικά ή με συμπληρώματα και να πετύχουμε τη βέλτιστη υγεία και γονιμότητα.